- φρενιτιώ
- φρενιτιῶ, -άω, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. φρενητιῶ Απάσχω από φρενίτιδαμσν.(γενικά) μαίνομαι, φρενιάζωνεοελλ.μτφ. κατέχομαι από ενθουσιασμό, παραληρώ από ενθουσιασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῖτις + κατάλ. -ιῶ / -ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. άρρωστ-ιῶ, ναυτ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.